- φυγοδικώ
- φυγοδικῶ, -έω, ΝΜΑ [φυγόδικος]αποφεύγω τη δίκη, δεν παρουσιάζομαι στο δικαστήριο για να δικαστώ.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
φυγοδικώ — φυγοδίκησα, αμτβ., αποφεύγω να δικαστώ, κρύβομαι και δεν παρουσιάζομαι στο δικαστήριο την ημέρα της δίκης, είμαι φυγόδικος, είμαι ένοχος φυγοδικίας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φυγοδικῶ — φυγοδικέω shirk a trial pres subj act 1st sg (attic epic doric) φυγοδικέω shirk a trial pres ind act 1st sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)